Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

be wearing


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο wearing παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: be
Σε αυτή τη σελίδα: wearing, wear

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wearing adj (tiring)κουραστικός επίθ
  (πιο έντονο)εξαντλητικός επίθ
 Repeating the same monotonous task all day was wearing.
 Ήταν κουραστικό να επαναλαμβάνει την ίδια μονότονη εργασία όλη την ημέρα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wear [sth] vtr (clothing: have on)φοράω, φορώ ρ μ
 Everybody wears jeans these days.
 Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.
wear [sth] vtr (clothing: put on)φοράω, φορώ ρ μ
  βάζω ρ μ
 What should I wear today?
 Τι να φορέσω σήμερα;
 Τι να βάλω σήμερα;
wear [sth] vtr (accessories: have on)φοράω, φορώ ρ μ
 The husband and wife wear rings.
 Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.
wear n (damage due to use) (σταδιακή)φθορά ουσ θηλ
 The car's tyres must be changed, due to wear.
 Τα λάστιχα του αυτοκινήτου πρέπει να αλλαχτούν λόγω φθοράς.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
wear n (use)φθορά ουσ θηλ
 The felt on this billiard table receives constant wear.
wear n (act, state of being worn)χρήση ουσ θηλ
 This dress is suitable for winter wear.
wear n (clothing: use) (μεταφορικά)ζωή ουσ θηλ
  (καθομιλουμένη)ψωμιά ουσ ουδ πλ
 There is plenty of wear left in this winter coat.
 Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολύ ζωή ακόμα.
 Αυτό το χειμωνιάτικο μπουφάν έχει πολλά ψωμιά ακόμα.
wear n (durability)ανθεκτικότητα ουσ θηλ
  αντοχή ουσ θηλ
 These tyres are excellent quality and still have a lot of wear in them.
wear vi (be reduced gradually)ξεθωριάζω ρ αμ
 The finish will wear in the salt air and sunlight.
wear vi (retain a characteristic)φοριέμαι ρ αμ
 This coat wears well in all weather conditions.
 Αυτό το παλτό φοριέται σε όλες τις καιρικές συνθήκες.
wear vi (change through use) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 The teacher's patience was wearing thin.
 Η υπομονή του δασκάλου άρχισε να εξαντλείται.
wear [sth] vtr (carry on the body)κουβαλάω, κουβαλώ ρ μ
  (συνήθως γυναικεία τσάντα)φοράω, φορώ ρ μ
 The students all wear backpacks.
wear [sth] vtr (shoes: put on)φοράω, φορώ ρ μ
  (καθομιλουμένη)βάζω ρ μ
 Which shoes should I wear?
wear [sth] vtr (clothing: habitually have on)φοράω, φορώ ρ μ
 Amanda wears black most days.
wear [sth] vtr (makeup: have on)φοράω, φορώ ρ μ
Σχόλιο: Χρησιμοποείται για κάθε είδος καλλυντικών ξεχωριστά, αλλά για όχι για το μακιγιάζ σαν σύνολο, π.χ. «Αυτό το κόριτσι είναι πολύ μικρό για να μακιγιάρεται.»
 That girl is too young to wear makeup.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Με εκνευρίζει όταν βλέπω δεκαπεντάχρονα κοριτσάκια να φοράνε κραγιόν.
wear [sth] vtr figurative (smile, expression: show) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)-
 They left the cinema wearing a smile.
 Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη.
wear [sth] vtr figurative (manner: assume)παίρνω ρ μ
  έχω ρ μ
 He wears a smug look when he wins.
 Παίρνει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.
 Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.
wear [sth] vtr (hair, fingernails: style)φτιάχνω ρ μ
  (μαλλιά)χτενίζω ρ μ
  (νύχια)βάφω ρ μ
 I like how you wear your hair.
 Μου αρέσει ο τρόπος που φτιάχνεις τα μαλλιά σου.
 Μου αρέσει ο τρόπος που χτενίζεις τα μαλλιά σου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Σου πάει πολύ ο τρόπος που έβαψες τα νύχια σου.
wear [sth] vtr figurative (tire)εξαντλώ ρ μ
 Please stop talking - you are wearing my patience.
wear [sth] vtr (damage by rubbing)φθείρω ρ μ
  προκαλώ φθορά περίφρ
 The traffic on that floor will wear the polish.
wear [sth] vtr (diminish by rubbing or washing)φθείρω ρ μ
  (καθομιλουμένη)λιώνω, τρίβω ρ μ
  (μεταφορικά)τρώω ρ μ
 Constant walking has worn the soles of these shoes.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Phrasal verbs
wear | wearing
ΑγγλικάΕλληνικά
wear away vi phrasal (be eroded)φθείρομαι ρ αμ
 The face of the statue was wearing away due to acid rain.
wear [sth] away vtr phrasal sep (erode)φθείρω ρ μ
 Over time, the wind and rain wear away the stone of buildings.
wear [sth] away vtr phrasal sep figurative (pass time)περνώ ρ μ
 They wore the night away with stories of their youth.
 Πέρασαν τη νύχτα με ιστορίες από τα νιάτα τους.
wear down vi phrasal (be eroded)φθείρομαι ρ αμ
 The heel of my right shoe wears down more than the left one.
 Το τακούνι από το δεξί μου παπούτσι φθείρεται περισσότερο από το αριστερό.
wear [sth] down vtr phrasal sep (erode)φθείρω ρ μ
 She wore down the blade by using it so often.
 Έφθειρε τη λεπίδα χρησιμοποιώντας τη τόσο συχνά.
wear [sb] down vtr phrasal sep figurative (tire into submission)κουράζω ρ μ
  (μεταφορικά)φθείρω ρ μ
 The children's constant pleading for sweets wore me down, until I finally gave in and let them have some.
 Τα συνεχή παρακάλια των παιδιών με κούρασαν, και τελικά ενέδωσα και τα άφησα να φάνε γλυκά.
wear [sb] down vtr phrasal sep figurative (exhaust) (μεταφορικά)κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ ρ μ
 Her constant complaining wears me down.
 Τα συνεχή παράπονά της με εξουθενώνουν.
wear off vi phrasal (effect: diminish)λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω ρ αμ
 The pain-relieving effects of the aspirin would wear off after just an hour.
 Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα.
wear on vi phrasal (time: pass slowly) (χρόνος)κυλώ αργά ρ αμ + επίρ
  αργοκυλώ ρ αμ
  (χρονικό διάστημα, πχ μέρα, απόγευμα)περνάω, περνώ ρ αμ
  (καθομιλουμένη, μεταφορικά: ή ώρα)δεν λέω να περάσω έκφρ
 They became bored as time wore on.
 Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.
wear on [sb/sth] vtr phrasal insep informal (annoy)εκνευρίζω, νευριάζω ρ μ
  ενοχλώ ρ μ
  (μεταφορικά: νεύρα)σπάω ρ μ
 The clock's ticking is beginning to wear on my nerves.
wear out vi phrasal (be destroyed through use)φθείρομαι ρ αμ
  παλιώνω ρ αμ
 If I use my toothbrush eight times a day, it will wear out quickly.
wear [sth] out,
wear out [sth]
vtr phrasal sep
(destroy through use)φθείρω ρ μ
  χαλάω ρ μ
  (κατά λέξη)χαλάω κτ από την πολύ χρήση περίφρ
 I loved that album when I was a kid; I played the tape until I wore it out.
wear [sb] out vtr phrasal sep (exhaust, tire)κουράζω, εξουθενώνω, καταβάλλω, καταπονώ ρ μ
 Hard work will wear you out if you do not take breaks.
 Η σκληρή δουλειά θα σε εξουθενώσει εάν δεν κάνεις διαλείμματα.
wear [sth] out,
wear [sth] through
vtr phrasal sep
(make a hole in [sth](μεταφορικά)λιώνω ρ μ
  τρυπάω, τρυπώ ρ μ
  φθείρω ρ μ
 Our children have worn out the knees of their trousers.
 Τα παιδιά μας έλιωσαν τα παντελόνια τους στα γόνατα.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
wearing | wear
ΑγγλικάΕλληνικά
hard-wearing,
hardwearing
adj
(durable)ανθεκτικός επίθ
 I've had these leather boots for ten years now; they're very hard-wearing.
in your birthday suit,
wearing your birthday suit
adj
slang, figurative (naked)γυμνός επίθ
  (μεταφορικά)όπως με γέννησε η μάνα μου έκφρ
  (καθομιλουμένη)τσίτσιδος επίθ
 He didn't knock, so he just walked in and found me in my birthday suit.
wearing away n (erosion)διάβρωση ουσ θηλ
wearing away n figurative (process of making weaker)εξασθένιση, φθορά ουσ θηλ
wearing nothing adj (naked, nude)γυμνός επίθ
  χωρίς ρούχα περίφρ
  (καθομιλουμένη)που δε φοράει τίποτα πάνω του περίφρ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'be wearing' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση be wearing στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «be wearing».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!